φθόνει

φθόνει
φθονέω
bear ill-will
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
φθονέω
bear ill-will
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθονεῖ — φθονέω bear ill will pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) φθονέω bear ill will pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… …   Dictionary of Greek

  • αβάσκανος — η, ο (Α ἀβάσκανος, ον) [βασκαίνω] αυτός που δεν φθονείται νεοελλ. αυτός που δεν φθονεί, δεν ματιάζει …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφθονία — η (Α ἀλληλοφθονία) το να φθονεί ο ένας τον άλλον, ο αμοιβαίος φθόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλόφθονος < ἀλληλο * + φθόνος] …   Dictionary of Greek

  • αφθόνητος — η, ο (AM ἀφθόνητος, ον) αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων αρχ. αυτός που δεν φθονεί, ο μη φθονερός …   Dictionary of Greek

  • ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… …   Dictionary of Greek

  • λιλεί — λιλεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φθονεῑ, ἐπιθυμεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το λιλαίομαι*] …   Dictionary of Greek

  • λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… …   Dictionary of Greek

  • μώχεται — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φθονεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μῶκος, πρβλ. και μῶχος] …   Dictionary of Greek

  • φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”